δαφνοστεφανωμένος

δαφνοστεφανωμένος
-η, -ο βλ. δαφνοστεφανώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δαφνοστεφάνωτος — η, ο δαφνοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνοστεφανώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1896 από τον Αργ. Εφταλιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δαφνοστεφής — ές ο δαφνοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + στεφης < στέφος < στέφω «στεφανώνω». Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Χρ. Νικολαΐδη] …   Dictionary of Greek

  • δαφνοστεφανώνω — 1. στεφανώνω κάποιον με δάφνινο στεφάνι 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) δαφνοστεφανωμένος, η, ο α) στεφανωμένος με δάφνινο στεφάνι β) ένδοξος, βραβευμένος …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σινώπης. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Τραϊανού (98 117). Η μνήμη του τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τον Έρμυλο, σε άγνωστο τόπο και χρόνο. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”